Ενετία

Ενετία
η
η Βενετία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ДАМАСКИН ПЕЛОПОННЕССКИЙ — [Дамаскин Панайотопулос; греч. Ϫαμασκηνὸς ὁ Πελοποννήσιος] († 1815), ученый мон., дидаскал и писатель периода османского господства. Происходил из г. Димицана (Пелопоннес, Греция), начальное воспитание получил в мон ре Философу близ Димицаны.… …   Православная энциклопедия

  • ЖИТИЙНАЯ ЛИТЕРАТУРА — раздел христианской лит ры, объединяющий жизнеописания христианских подвижников, причисленных Церковью к лику святых, чудеса, видения, похвальные слова, сказания об обретении и о перенесении мощей. В качестве синонима Ж. л. в совр. отечественной… …   Православная энциклопедия

  • ВЕНЕЦИЯ —    • Venetĭa,          Ου̉ένετία, страна, граничившая на западе с цизальпинской Галлией, от которой отделялась рекой Athesis (Адидже, Эч); на севере находились карнские Альпы, на востоке со стороны Истрии река Timavus, на юге Адриатическое море.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Names of European cities in different languages: U–Z — v · d · …   Wikipedia

  • ενετίησι(ν) — [Μ ἐνετίῃσι(ν)] επίρρ. (συνήθ. σε προμετωπίδες βιβλίων που έχουν εκδοθεί στη Βενετία) στη Βενετία, εν Ενετία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατά το πρότυπο τού επίρρ. Αθήνησι(ν) και μαρτυρείται από το 1486 στον Λεόνικο Κρήτα] …   Dictionary of Greek

  • ενετικός — ή, ό (Μ ἑνετικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία ή στην ενετοκρατία, βενετικός, βενετσιάνικος («ενετικά τείχη» τείχη που κατασκευάστηκαν από τους Ενετούς, κατά την ενετοκρατία) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… …   Dictionary of Greek

  • Venice — Weinisi 威尼斯 (Chinese), Benátky (Czech, Slovak), Benetke (Slovene), al Bunduqīya (Arabic), Feneyjar (Icelandic), Fenis (Welsh), An Veinéis (Irish), Mleci (older Croatian), Velence (Hungarian), Venècia (Catalan), Venecia (Spanish), Venēcija… …   Names of cities in different languages

  • ενετικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία, βενετικός, βενέτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”